αντί

αντί
(I)
και αντίς πρόθ. (AM ἀντί)
1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ
«στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ' άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.)
«μηδ' ἀντ' ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.)
2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση
«παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ χρημάτων παρέλαβον» (Ηρόδ.) «αντί μετρητά του έδωσα τρόφιμα»
3. (για πρόσ.) σε αναπλήρωση
«παρέστη αντί του υπουργού», «οὐκ ἄν τις οὔτ' ἔμαρψεν ἄλλος ἀντ' ἐμοῡ» (Σοφ.)
4. σε ανταπόδοση
«αντί κακό κάνε καλό», «ἀντὶ τῶν πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀπολαῡσαι» (Πλατ.)
5. σε έκφραση αντίθεσης προς το συνηθισμένο, το φυσικό ή αναμενόμενο. «αντί παπάς καντηλανάφτης», «ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῑτο» (Όμηρ.)
6. σε έκφραση της ισοδύναμης ή καταβαλλόμενης τιμής για κάτι
«τρεις τόμοι αντί χιλίων δραχμών», «ἀντὶ ταλάντου πριάμενος» (Θεμίστ.)
7. σε έκφρ. σύγκρισης «αντί πλούσιος και άτιμος κάλλιο φτωχός και τίμιος» «ἕν ἀνθ' ἑνὸς οὐκ ἐλάχιστον ἐγὼ θείην» (Πλ.)
μσν.
«ὁ ἀντὶς δῆμος» — η μερίδα η αντίθετη από εκείνη που είχε την προτίμηση του κοινού στους αγώνες του ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης
αρχ.
1. όπισθεν, πίσω
2.προς δήλωση του ισοδύναμου, υπέρτερου ή προτιμητέου
«ὅν ἀγώνα ἐγώ φημί ἀντὶ πάντων τῶν ἐνθάδε ἀγώνων εἶναι»
3. προς έκφραση αιτίας ή σκοπού
«τίδ' ἔστιν ἀνθ' οὗ ἔχεις ἀθυμίαν;» (Σοφ.)
4. για χάρη κάποιου
5.πλεοναστικά εμπρός από β' όρο σύγκρισης. «καὶ μεῑζον ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας φίλον νομίζει τοῡτον οὐδαμοῡ λέγω» (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί, που επικράτησε του άντα*, χρησιμοποιήθηκε τόσο ως προρρηματικό όσο και ως πρόθεση. Πρόκειται για τοπική πτώση αρχικού ριζικού θέματος αντ-, με βασικές σημασίες «ενώπιον, έναντι, μπροστά» και «έναντι, απέναντι» όταν συντάσσεται με γεν., ενώ σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιείται και με έννοια χρονική, διανεμητική. Ετυμολογικά συνδέεται με το αρχ. ινδ. anti επίρρ. «απέναντι, μπροστά, κοντά», χεττ. hanti, λατ. ante κ.ά. Ο νεοελλ. τ. αντίς προέκυψε αναλογικά προς το χωρίς
πιθ. κατά την έκφραση «χωρίς να» προήλθε το «αντίς να», με επέκταση και σε άλλες χρήσεις. Στη νεοελληνική χρησιμοποιείται για να δηλώσει κυρίως αντικατάσταση, αναπλήρωση, συντασσόμενο είτε με γενική είτε, συχνότερα, από κοινού με την πρόθεση για (αντί για) (πρβλ. «αντί για τον πρόεδρο ο γενικός γραμματέας»). Το αντί χρησιμοποιείται και ως β' συνθετικό επιρρημάτων: έναντι (Κρητ. ίναντι), απέναντι, κατέναντι.
ΠΑΡ. αρχ. αντίος, αντιάω].
————————
(II)
το (AM ἀντίον)
1. κυλινδρικό ξύλο του αργαλιού, στο οποίο τυλίγεται το ύφασμα
2. ολόκληρος ο αργαλιός. (πρβλ. αντίος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντί — και αντίς πρόθεση 1. συντάσσεται με αιτ. ή και ονομαστ. και σημαίνει αντικατάσταση: Ζημιά θα χουμε αντίς ωφέλεια. – Αντίς ο Γιάννης ήρθ ο Πέτρος. 2. με την ίδια σημασία εκφέρεται μαζί με τις προθέσεις για, με, σε, από, ή συντάσσεται με τελική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντί — over against. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

  • αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν… — См. Око за око, зуб за зуб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • .αντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντί' — ἀντία , ἀντίον neut nom/voc/acc pl ἀντία , ἀντίος set against neut nom/voc/acc pl ἀντίε , ἀντίος set against masc voc sg ἀντίαι , ἀντίος set against fem nom/voc pl ἀντίᾱͅ , ἀντίος set against fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άντι, Έντρε — (Endre Ady, Ερμίντσζεντ 1877 – Βουδαπέστη 1919). Ούγγρος ποιητής. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε κολέγιο καλβινιστών, ακολούθησε τον δημοσιογραφικό κλάδο, εκδηλώνοντας λαϊκές και ριζοσπαστικές τάσεις. Η πρώτη του ποιητική συλλογή πέρασε… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… …   Dictionary of Greek

  • Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”